Καρκίνος νεφρού
Ο καρκίνος του νεφρού ή νεφροκυτταρικό καρκίνωμα είναι η τρίτη συχνότερη κακοήθεια του ουροποιητικού συστήματος. Εμφανίζεται συχνότερα σε άντρες, συνήθως στην έκτη και έβδομη δεκαετία της ζωής. Αντιπροσωπεύει δε το 90% του συνόλου των νεοπλασμάτων του νεφρού.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του καρκίνου του νεφρού αποτελεί το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση χωρίς να έχει αναδειχτεί κάποιος απόλυτος παράγοντας που ευθύνεται για τη δημιουργία του. Τα συμπτώματα που οδηγούν τους ασθενείς στον ιατρό είναι η αιματουρία, η μονόπλευρη οσφυαλγία, ψηλαφητός όγκος στη θέση του νεφρού, η απώλεια βάρους και η κόπωση. Η εξέλιξη και η ευρεία χρήση των απεικονιστικών μεθόδων έχουν οδηγήσει στην ανεύρεση και στην έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών. Η συνήθεις θέσεις μετάστασης αποτελούν οι λεμφαδένες, τα πνευμόνια, τα οστά, το ήπαρ και ο εγκέφαλος. Η θεραπευτική αντιμετώπιση του μη μεταστατικού καρκίνου του νεφρού είναι κυρίως χειρουργική. Οι μικροί όγκοι κάτω των 7 εκ. αντιμετωπίζονται με μερική νεφρεκτομή είτε ανοιχτά είτε λαπαροσκοπικά, ενώ μεγαλύτεροι όγκοι με ολική νεφρεκτομή είτε ανοιχτά είτε λαπαροσκοπικά. Η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία δεν έχουν θέση στην θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου του νεφρού και η μεταστατική νόσος δέχεται μόνο παρηγορητική θεραπεία.
Καρκίνος αποχετευτικής μοίρας του ανώτερου ουροποιητικού
Ο καρκίνος των ουρητήρων και της νεφρικής πυέλου αποτελεί μια σπάνια κακοήθεια και εμφανίζεται σε 2 στα 100000 άτομα. Πρόκειται για καρκίνο μεταβατικού επιθηλίου, δηλαδή του στρώματος ιστού που επενδύει το εσωτερικό της νεφρικής πυέλου, ουρητήρων και της ουροδόχου κύστεως.Οι παράγοντες που ενοχοποιούνται για την δημιουργία του είναι το κάπνισμα, η έκθεση σε χημικές ουσίες και η κατάχρηση αναλγητικών.Τα συμπτώματα που οδηγούν τους ασθενείς στον ιατρό είναι η ανώδυνη μακροσκοπική αιματουρία και η μονόπλευρη οσφυαλγία. Οι χαμηλής κακοήθειας όγκοι μπορούν να αντιμετωπιστούν με ενδοσκοπική αφαίρεση και έγχυση χημειθεραπευτικών ουσιών ενώ μεγάλοι όγκοι και όγκοι υψηλού βαθμού κακοήθειας αντιμετωπίζονται με νεφρο-ουρητηρεκτομή είτε ανοιχτά είτε λαπαροσκοπικά.
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ένας συχνός καρκίνος. Η πιθανότητα για έναν άνθρωπο να αναπτύξει καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε κάποιο χρονικό σημείο στη ζωή του βρίσκεται μεταξύ 1,5 και 2,5%. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι περίπου πέντε φορές πιο συχνός στους άνδρες σε σχέση με στις γυναίκες. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης αυξάνεται με την ηλικία. Συνολικά, το 70% των ασθενών που αναπτύσσουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης παρουσιάζουν συμπτώματα μετά την ηλικία των 65 ετών. Αυτός ο τύπος του καρκίνου ξεκινάει από κύτταρα που κανονικά σχηματίζουν την εσωτερική επένδυση της κύστης, που ονομάζεται μεταβατικό επιθήλιο. Έχει εντοπισθεί ένας αριθμός παραγόντων κινδύνου από τους οποίους ο πιο κύριος είναι το κάπνισμα. Ακολουθούν μία σειρά από χημικές ουσίες όπως οι βαφές ανιλίνης και η κυκλοφωσφαμίδη. Το κύριο σύμπτωμα που οδηγεί τον ασθενή σε ιατρό είναι η ανώδυνη μακροσκοπική αιματουρία. Η διάγνωση τίθεται με τη κυστεοσκόπηση και τη κυτταρολογική εξέταση ούρων. Η θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου της κύστης είναι περίπλοκη και καθορίζεται από την επιθετικότητα του καρκίνου, το βάθος διείσδυσης του όγκου στο τοίχωμα της κύστης και από τη τάση να υποτροπιάζει ο καρκίνος. Οι καρκίνοι που περιορίζονται στο βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης αφαιρούνται με διουρηθρική εκτομή και αναλόγως της επιθετικότητας, με ενδοκυστικές εγχύσεις χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Οι καρκίνοι που διηθούν τον μυικό χιτώνα της κύστης αντιμετωπίζονται με κυστεκτομή, αφαίρεση δηλαδή της ουροδόχου κύστης. Μετά την αφαίρεση είτε δημιουργείται μια νέα ουροδόχος κύστη (νεοκύστη) συνήθως από έντερο, είτε οι ουρητήρες κατευθύνονται στο δέρμα και τα ούρα συλλέγονται σε ειδικές σακούλες εφ΄όρου ζωής. Ο καρκίνος της κύστης έχει τη τάση να μεθίσταται σε λεμφαδένες, στα πνευμόνια, στα οστά, στο ήπαρ και στον εγκέφαλο. Η ματαστατική νόσος είναι αθεράπευτη αλλά η συνδυασμένη ακτινο-χημειοθεραπεία δείχνει να βελτιώνει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Καρκίνος προστάτη αδένα
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο πιο συχνός καρκίνος στον ανδρικό πληθυσμό και η δεύτερη αιτία θανάτου μετά από το καρκίνο του πνεύμονα. Ένας στους 6 άνδρες θα εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στα αρχικά του στάδια δεν δίνει συμπτώματα και συνήθως έχει βραδεία πορεία εξέλιξης αν και υπάρχουν και οι πιο επιθετικές μορφές. Αν και έχουν ερευνηθεί διάφοροι παράγοντες, κανένας δεν αποτελεί απόλυτο παράγοντα κινδύνου.
Η υποψία για τον καρκίνο του προστάτη τίθεται όταν ανευρίσκονται υψηλές τιμές PSA στο αίμα ( Το PSA είναι ένας δείκτης υγείας του προστάτη αδένα, το οποίο θέτει την υποψία καρκίνου όταν έχει υψηλές τιμές χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη καρκίνου όταν η τιμή του κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα). Για να τεθεί η διάγνωση του καρκίνου εκτελείται η βιοψία προστάτη αδένα. Η βιοψία θέτει τη διάγνωση, καθορίζει την επιθετικότητα του όγκου και την έκτασή του μέσα στον αδένα.Ο καρκίνος του προστάτη έχει τη τάση να μεθίσταται πιο συχνά σε οστά, λεμφαδένες, πνεύμονες και ήπαρ. Μετά τη διάγνωση του καρκίνου ακολουθεί το σπινθηρογράφημα οστών για αναζήτηση μεταστατικών εστιών.
Η θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου του προστάτη είναι εξατομικευμένη.Η ηλικία του ασθενούς, η επιθετικότητα του όγκου, η επέκταση του όγκου πέραν του προστάτη αδένα και η ύπαρξη η μη μεταστατικών εστιών καθορίζουν το θεραπευτικό πρωτόκολλο που θα ακολουθηθεί.
Σε μη μεταστατικούς ασθενείς οι θεραπευτικές επιλογές είναι η ενεργητική παρακολούθηση για καρκίνους χαμηλής επιθετικότητας, η ριζική προστατεκτομή (ανοιχτή, λαπαροσκοπική ή ρομποτική) για όγκους μέσης η υψηλής επιθετικότητας, η ακτινοθεραπεία σε ασθενείς που δεν μπορούν να επιδεχτούν χειρουργείο και η απλή παρακολούθηση σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας μέχρι να δώσουν μεταστατικές εστίες.
Σε μεταστατικούς ασθενείς οι παρεμβάσεις δεν είναι θεραπευτικές αλλά παρηγορητικές και έχουν σκοπό είτε την καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου, είτε την ανακούφιση των ασθενών από τα επώδυνα συμπτώματα. Ο καρκίνος του προστάτη σταματάει την εξέλιξή του όταν μειωθεί η τεστοστερόνη του άντρα. Με αυτό το δεδομένο γίνεται χειρουργικός ή φαρμακευτικός ευνουχισμός στον άνδρα. Για τις επώδυνες οστικές μεταστάσεις χορηγούνται είτε φάρμακα που προστατεύουν τα οστά, είτε ακτινοβολούνται οι μεταστατικές εστίες.
Καρκίνος του πέους
Ο καρκίνος του πέους εμφανίζεται σαν ένα έλκος ή ένα οζίδιο που δεν υποχωρεί. Πιο συχνά εμφανίζεται στη βάλανο ή στη ακροποσθία, στο περιφερικότερο δηλαδή τμήμα του πέους. Ο καρκίνος του πέους αποτελεί το 0,4-0,6% των καρκίνων που προσβάλλουν τους άντρες και συναντάται σε ηλικίες 60-80 ετών. Για τη δημιουργία του ενοχοποιείται η κακή υγιεινή, ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), η φίμωση και το κάπνισμα. Η οριστική διάγνωση τίθεται με τη βιοψία, η οποία λαμβάνεται από τη περιοχή της βλάβης. Ακολουθεί η μαγνητική τομογραφία ή υπερηχοτομογραφία πέους για την εκτίμηση της έκτασης της βλάβης και η αξονική τομογραφία για την εντόπιση λεμφαδενικών ή/και απομακρυσμένων μεταστάσεων. Η θεραπεία του καρκίνου του πέους είναι χειρουργική και προτιμάται η θεραπεία διατήρησης όπου είναι εφικτή. Ώστε η μικρές επιφανειακές βλάβες αφαιρούνται με laser CO2, η περιορισμένες στη βάλανο και ακροποσθία αντιμετωπίζονται με μερική πεεκτομή και οι μεγαλύτερες με ολική πεεκτομή και περινεϊκή ουρηθροστομία. Εάν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις, αφαιρούνται οι επιπολείς και οι εν τω βάθει βουβωνικοί λεμφαδένες.
Η πρόγνωση του καρκίνου του πέους χωρίς λεμφαδενικές μεταστάσεις είναι καλή και η 5ετής επιβίωση κυμαίνεται από 65%-90%. Σε περίπτωση λεμφαδενικών μεταστάσεων η 5ετής επιβίωση είναι μικρή.
Καρκίνος των όρχεων
Ο καρκίνος των όρχεων είναι μια σπάνια κακοήθεια που αποτελεί το 1-2% των καρκίνων στους άντρες. Εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες από 15 έως 35 ετών και σε ηλικίες άνω των 60 ετών. Οι αιτιολογικοί παράγοντες του καρκίνου του όρχεως είναι η κρυψορχία, η κληρονομικότητα, η λοίμωξη HIV και η υπογονιμότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το πρώτο σύμπτωμα που παρατηρείται είναι μια ψηλαφητή σκληρία πάνω στον όρχι που στη πλειονότητα των περιπτώσεων είναι ανώδυνη. Η διάγνωση τίθεται με υπερηχοτομογραφία όρχεων, όπου απεικονίζεται το μόρφωμα στον όρχι. Ακολουθεί ο εργαστηριακός έλεγχος (α- εμβρυϊκή σφαιρίνη, β-χοριακή γοναδοτροπίνη, γαλακτική αφυδρογονάση) για προσδιορισμό του υποτύπου του καρκίνου και για την εκτίμηση του καρκινικού φορτίου. Για τον εντοπισμό τυχόν λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων μεταστατικών εστιών εκτελείται αξονική τομογραφία άνω κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου.
Η πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του όρχεως είναι η υψηλή βουβωνική ορχεκτομή. Η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία αποτελούν συμπληρωματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις και χρησιμοποιούνται ανάλογα με τον τύπο και το στάδιο του καρκίνου.
Ο καρκίνος του όρχεως έχει πολύ καλή πρόγνωση, στα πρώιμα στάδια η ίαση φτάνει τα 95%. Αλλά ακόμη και σε προχωρημένα στάδια, το ποσοστό της ίασης είναι αρκετά υψηλός.