Περίπου 150 εκατομμύρια άνθρωποι αναπτύσσουν λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος κάθε χρόνο. Είναι μία πάθηση πιο συχνή στις γυναίκες από τους άνδρες. Στις γυναίκες, είναι η πιο κοινή μορφή της βακτηριακής λοίμωξης ενώ έως και 10% των γυναικών είχαν μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος σε ένα δεδομένο έτος και το ήμισυ των γυναικών θα έχουν τουλάχιστον μία λοίμωξη κατά την διάρκεια της ζωής τους. Συναντώνται πιο συχνά μεταξύ των ηλικιών 16 και 35 ετών και οι υποτροπές είναι αρκετά συχνές. Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος έχουν περιγραφεί από την αρχαιότητα με την πρώτη τεκμηριωμένη περιγραφή σε αιγυπτιακό πάπυρο ηλικίας 3500 ετών (1550 πΧ) που ανακαλύφθηκε τον χειμώνα του 1873 στις Θήβες της Αιγύπτου από τον γερμανό αρχαιολόγο Γεώργιο ‘Εμπερς.
Όταν η λοίμωξη επηρεάζει το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα είναι γνωστό ως μια λοίμωξη της ουροδόχου κύστης (κυστίτιδα) και όταν αυτή επηρεάζει το ανώτερο ουροποιητικό είναι γνωστή ως λοίμωξη των νεφρών (πυελονεφρίτιδα). Τα συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνουν πόνο κατά την ούρηση, συχνουρία αίσθηση για ούρηση παρά το γεγονός ότι η ουροδόχος είναι κενή. Τα συμπτώματα της λοίμωξης των νεφρών περιλαμβάνουν πυρετό και πόνο. Σπάνια τα ούρα μπορεί να εμφανιστούν αιματηρά.
Η πιο κοινή αιτία της λοίμωξης είναι Escherichia coli, αν και άλλα βακτήρια ή μύκητες μπορεί να ενοχοποιηθούν. Παράγοντες κινδύνου θεωρούνται οι δυσμορφίες της γυναικείας ανατομίας, η σεξουαλική επαφή, ο διαβήτης, η παχυσαρκία και το οικογενειακό ιστορικό. Αν και η σεξουαλική επαφή είναι ένας παράγοντας κινδύνου, οι ουρολοιμώξεις δεν έχουν ταξινομηθεί ως σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Η διάγνωση σε νεαρές υγιείς γυναίκες μπορεί να βασίζεται σε συμπτώματα και μόνο. Σε άτομα με ασαφή συμπτώματα, η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη διότι τα βακτήρια μπορεί να προσδιορίζονται στην καλλιέργεια αλλά να μην εκδηλώνεται κάποια κλινική συμπτωματολογία.
Οι απλές ουρολοιμώξεις αντιμετωπίζονται με αντιβιοτικά σκευάσματα όπως η νιτροφουραντοΐνη ή τριμεθοπρίμη & σουλφαμεθοξαζόλη ενώ με τον χρόνο παρατηρούνται αντοχές των αντιβιοτικών. Σε επιπληγμένες λοιμώξεις απαιτείται πλήρης εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος, νοσηλεία και ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών.